Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κλάδεμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κλάδεμα [ˈklaðɛma] SUBST ουδ

κλάδεμα
Beschneiden ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский