Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κεφαλαιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κεφαλαιακ|ός <-ή, -ό> [cɛfalɛaˈkɔs] ΕΠΊΘ

κεφαλαιακός
Kapital-
Kapitalbasis θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский