Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κεντρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κεντρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [cɛnˈdrizɔ] VERB μεταβ

1. κεντρίζω (με αιχμηρό όργανο):

κεντρίζω

2. κεντρίζω μτφ (παρακινώ):

κεντρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский