Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κεντράρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κεντράρ|ω <-ισα, -ίστηκα, -ισμένος> [cɛnˈdrarɔ] VERB μεταβ

κεντράρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский