Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καύλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καύλα [ˈkavla] SUBST θηλ

1. καύλα χυδ (στύση):

καύλα
Ständer αρσ

2. καύλα χυδ (το αίσθημα):

καύλα
Geilheit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский