Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατασταλτικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατασταλτικό [katastaltiˈkɔ] SUBST ουδ ΙΑΤΡ

κατασταλτικό
Hemmmittel ουδ
κατασταλτικό της όρεξης

Παραδειγματικές φράσεις με κατασταλτικό

κατασταλτικό της όρεξης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский