Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατασβήνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατασβή|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kataˈzvinɔ] VERB μεταβ

1. κατασβήνω (φωτιά, δίψα):

κατασβήνω

2. κατασβήνω (περιέργεια):

κατασβήνω

3. κατασβήνω (καταπνίγω: εξέγερση):

κατασβήνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский