Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατασκευή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατασκευή [katascɛˈvi] SUBST θηλ

2. κατασκευή (δρόμου, γέφυρας):

κατασκευή
Bau αρσ
Baukosten πλ

3. κατασκευή (σύνολο συναρμολογήσεων, οικοδόμημα):

κατασκευή
Konstruktion θηλ

4. κατασκευή (δομή):

κατασκευή
Struktur θηλ

5. κατασκευή (επινόηση):

κατασκευή
Erfindung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κατασκευή

βιομηχανική κατασκευή
είμαι υπό κατασκευή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский