Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταρτίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταρτί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [katarˈtizɔ] VERB μεταβ

1. καταρτίζω (οργανώνω):

καταρτίζω

2. καταρτίζω (ιδρύω):

καταρτίζω

3. καταρτίζω (συγκροτώ):

καταρτίζω

4. καταρτίζω (εκπαιδεύω):

καταρτίζω

5. καταρτίζω (διδάσκω):

καταρτίζω
καταρτίζω κάποιον στη χημεία

6. καταρτίζω (ένα σχέδιο):

καταρτίζω

Παραδειγματικές φράσεις με καταρτίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский