Ελληνικά » Γερμανικά

καταρρ|έω <-ευσα> [kataˈrɛɔ] VERB αμετάβ

1. καταρρέω (κτήριο):

καταρρέω

2. καταρρέω (οικονομία κτλ, άνθρωπος):

καταρρέω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский