Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταλύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κατ|αλύω <-έλυσα [ή -άλυσα], -αλύθηκα, -αλυμένος> [kataˈliɔ] VERB μεταβ

1. καταλύω (διαλύω):

καταλύω

2. καταλύω (καταργώ):

καταλύω

3. καταλύω ΧΗΜ:

καταλύω

II . κατ|αλύω <-έλυσα [ή -άλυσα], -αλύθηκα, -αλυμένος> [kataˈliɔ] VERB αμετάβ (βρίσκω κατάλυμα)

καταλύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский