Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατάπτωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατάπτωσ|η <-εις> [kaˈtaptɔsi] SUBST θηλ

1. κατάπτωση (πέσιμο, γκρέμισμα):

κατάπτωση
Einsturz αρσ

2. κατάπτωση (νευρική):

κατάπτωση
Zusammenbruch αρσ

3. κατάπτωση (ηθική, κοινωνική):

κατάπτωση
Verfall αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский