Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καπατσοσύνη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καπατσοσύνη [kapatsɔˈsini] SUBST θηλ

1. καπατσοσύνη (επιτηδειότητα):

καπατσοσύνη
Gewandtheit θηλ

2. καπατσοσύνη (εξυπνάδα):

καπατσοσύνη
Cleverness θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский