Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καούρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καούρα [kaˈura] SUBST θηλ

1. καούρα οικ:

καούρα
Brennen ουδ
είχα κι εγώ μια καούρα! οικ ειρων

2. καούρα (ειδικά στο στομάχι και στον οισοφάγο):

καούρα
Sodbrennen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με καούρα

είχα κι εγώ μια καούρα! οικ ειρων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский