Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καδρόνι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καδρόνι [kaˈðrɔni] SUBST ουδ

1. καδρόνι (πολύ χοντρό):

καδρόνι
Balken αρσ

2. καδρόνι (μέτριο):

καδρόνι
Vierkantholz ουδ

3. καδρόνι (πολύ λεπτό):

καδρόνι
Latte θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский