Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καβουρντίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καβουρντί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kavurˈdizɔ] VERB μεταβ

1. καβουρντίζω (κρέας):

καβουρντίζω

2. καβουρντίζω (καφέ, στραγάλια):

καβουρντίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский