Ελληνικά » Γερμανικά

ασύρματος [aˈsirmatɔs] SUBST αρσ

αόμματ|ος <-η, -ο> [aˈɔmatɔs] ΕΠΊΘ

ακάματ|ος <-η, -ο> [aˈkamatɔs] ΕΠΊΘ

ασώματ|ος <-η, -ο> [aˈsɔmatɔs] ΕΠΊΘ

1. ασώματος (χωρίς σώμα):

2. ασώματος (άυλος):

κερματοδέκτης [cɛrmatɔˈðɛktis] SUBST αρσ ΤΗΛ

αγράμματ|ος <-η, -ο> [aˈɣramatɔs] ΕΠΊΘ

εγχρήματ|ος <-η, -ο> [ɛŋˈxrimatɔs] ΕΠΊΘ

δερματόδετ|ος <-η, -ο> [ðɛrmaˈtɔðɛtɔs] ΕΠΊΘ (βιβλίο)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский