Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κάμπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κάμπτω <έκαμψα, κάμφθηκα, κεκαμμένος> [ˈkamptɔ] VERB μεταβ

1. κάμπτω (σωλήνα):

κάμπτω

2. κάμπτω μτφ:

II . κάμπτω <έκαμψα, κάμφθηκα, κεκαμμένος> [ˈkamptɔ] VERB αμετάβ (στρίβω)

κάμπτω προς

III . κάμπτομαι VERB αυτοπ ρήμα (υποχωρώ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский