Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ισχιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ισχιακ|ός <-ή, -ό> [isçiaˈkɔs] ΕΠΊΘ

ισχιακός
Hüft-
Ischiasnerv αρσ
Sitzbein ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский