Ελληνικά » Γερμανικά

ισραηλιν|ός <-ή, -ό> [izrailiˈnɔs] ΕΠΊΘ

ισραηλινός

Ισραηλιν|ός (-ή) [izrailiˈn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με ισραηλινός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский