Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Ισραηλίτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Ισραηλίτης (Ισραηλίτισσα) [izraiˈlitis, izraiˈlitisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. Ισραηλίτης (κάτοικος του Ισραήλ):

Ισραηλίτης (Ισραηλίτισσα)

2. Ισραηλίτης (της αρχαιότητας):

Ισραηλίτης (Ισραηλίτισσα)
Israelit(in) αρσ (θηλ)

3. Ισραηλίτης ΘΡΗΣΚ (εβραίος):

Ισραηλίτης (Ισραηλίτισσα)
Jude αρσ (Jüdin) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский