Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ισορροπώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ισορροπ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [isɔrɔˈpɔ] VERB μεταβ

1. ισορροπώ (επιφέρω ισορροπία):

ισορροπώ

2. ισορροπώ (εξισώνω):

ισορροπώ

II . ισορροπ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [isɔrɔˈpɔ] VERB αμετάβ

1. ισορροπώ (ισοζυγιάζομαι):

ισορροπώ

2. ισορροπώ (βρίσκομαι σε ισορροπία):

ισορροπώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский