Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θριαμβεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θριαμβ|εύω <-εψα [ή -ευσα] > [θriaɱˈvɛvɔ] VERB αμετάβ

θριαμβεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский