Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ηττώμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ηττ|ώμαι <-ήθηκα, -ημένος> [iˈtɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με ηττώμαι

ηττώμαι κατά κράτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский