Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ηλικιωμένοι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οι ηλικιωμένοι
die Senioren αρσ πλ
οι ηλικιωμένοι
die alten Leute πλ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „ηλικιωμένοι“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

αρκετοί ηλικιωμένοι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский