Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζουμάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζουμάρ|ω <-ισα> [zuˈmarɔ] VERB αμετάβ

ζουμάρω σε κάτι
zoomen auf etw αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский