Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζεματώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ζεματ|ώ <-άς, -ησα> [zɛmaˈtɔ] VERB μεταβ

1. ζεματώ (βυθίζω σε βραστό υγρό):

ζεματώ

2. ζεματώ (προξενώ έγκαυμα):

ζεματώ

II . ζεματ|ώ <-άς, -ησα> [zɛmaˈtɔ] VERB αμετάβ (είμαι καυτός)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский