Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „εύσαρκος“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)
εύσωμος, εύσαρκος
εύσαρκος, σωματώδης, γεμάτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский