Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εφευρετικός , εφευρέτης και εφευρετικότητα

εφευρετικ|ός <-ή, -ό> [ɛfɛvrɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

εφευρέτης (εφευρέτρια) [ɛfɛˈvrɛtis, ɛfɛˈvrɛtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εφευρέτης (εφευρέτρια)
Erfinder(in) αρσ (θηλ)

εφευρετικότητα [ɛfɛvrɛtiˈkɔtita] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский