Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εφαρμόσιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εφαρμόσιμ|ος <-η, -ο> [ɛfarˈmɔsimɔs] ΕΠΊΘ

1. εφαρμόσιμος (θεωρία):

εφαρμόσιμος

2. εφαρμόσιμος (πρόγραμμα: πραγματοποιήσιμος):

εφαρμόσιμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский