Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευφραίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ευφρ|αίνω <-ανα, -άνθηκα> [ɛˈfrɛnɔ] VERB μεταβ

ευφραίνω

II . ευφραίνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский