Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ετεροφυλοφιλία , ετεροφυλόφιλος και ετερόφυλος

ετεροφυλοφιλία [ɛtɛrɔfilɔfiˈlia] SUBST θηλ

ετεροφυλόφιλ|ος <-η, -ο> [ɛtɛrɔfiˈlɔfilɔs] ΕΠΊΘ

ετερόφυλ|ος <-η, -ο> [ɛtɛˈrɔfilɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский