Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εστίαζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εστιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛstiˈazɔ] VERB μεταβ

1. εστιάζω (επικεντρώνω, συγκεντρώνω):

εστιάζω σε
konzentrieren auf +αιτ

2. εστιάζω ΦΥΣ:

εστιάζω

3. εστιάζω (με φωτογραφική μηχανή):

εστιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский