Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ερωτοτροπώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ερωτοτροπ|ώ <-είς, -ησα> [ɛrɔtɔtrɔˈpɔ] VERB αμετάβ

ερωτοτροπώ
ερωτοτροπώ με την ιδέα να κάνω κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με ερωτοτροπώ

ερωτοτροπώ με την ιδέα να κάνω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский