Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ερμηνεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ερμην|εύω <-ευσα, -εύτηκα, -ευμένος> [ɛrmiˈnɛvɔ] VERB μεταβ

2. ερμηνεύω (εξηγώ):

ερμηνεύω

Παραδειγματικές φράσεις με ερμηνεύω

ερμηνεύω ένα όνειρο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский