Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ερμάρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ερμάρι [ɛrˈmari], αρμάρι [arˈmari] SUBST ουδ

ερμάρι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский