Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έρμαιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έρμαιο [ˈɛrmɛɔ] SUBST ουδ

1. έρμαιο (των παθών κτλ):

έρμαιο
Opfer ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με έρμαιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский