Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιστόμιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιστόμιο [ɛpiˈstɔmiɔ] SUBST ουδ

1. επιστόμιο (μουσικού οργάνου, πίπας):

επιστόμιο
Mundstück ουδ

2. επιστόμιο (τάπα):

επιστόμιο
Verschluss αρσ

3. επιστόμιο (για μποξ):

επιστόμιο
Mundschutz αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский