Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επικρατώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επικρατ|ώ <-είς, -ησα> [ɛpikraˈtɔ] VERB αμετάβ

1. επικρατώ (είμαι επικρατέστερος):

επικρατώ

2. επικρατώ (υπάρχω):

επικρατώ

3. επικρατώ (επιβάλλομαι):

επικρατώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский