Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επικηρύσσω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επικηρύ|σσω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ɛpiciˈrisɔ] VERB μεταβ

επικηρύσσω κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με επικηρύσσω

επικηρύσσω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский