Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επίκληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επίκλησ|η <-εις> [ɛˈpiklisi] SUBST θηλ

1. επίκληση (του θεού κτλ):

επίκληση
Anrufung θηλ

2. επίκληση (στο κοινό) ΠΟΛΙΤ:

επίκληση
Aufruf αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский