Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιδίδω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . επ|ιδίδω <-έδωσα, -ιδόθηκα> [ɛpiˈðiðɔ] VERB μεταβ (δίνω στα χέρια κάποιου)

επιδίδω

II . επιδίδομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский