Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επανεκπαίδευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επανεκπαίδευσ|η <-εις> [ɛpanɛkˈpɛðɛfsi] SUBST θηλ

1. επανεκπαίδευση (εκ νέου εκπαίδευση):

επανεκπαίδευση

2. επανεκπαίδευση (μαθήματα για άλλο επάγγελμα):

επανεκπαίδευση
Umschulung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский