Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επαιτώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . επαιτ|ώ <-είς> [ɛpɛˈtɔ] VERB αμετάβ nur präs und imperf

επαιτώ

II . επαιτ|ώ <-είς> [ɛpɛˈtɔ] VERB μεταβ nur präs und imperf

επαιτώ κάτι
um etw αιτ betteln

Παραδειγματικές φράσεις με επαιτώ

επαιτώ κάτι
um etw αιτ betteln

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский