Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επακολουθώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . επακολουθ|ώ <-είς, -ησα> [ɛpakɔluˈθɔ] VERB μεταβ

επακολουθώ κάτι
auf etw αιτ folgen

II . επακολουθ|ώ <-είς, -ησα> [ɛpakɔluˈθɔ] VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με επακολουθώ

επακολουθώ κάτι
auf etw αιτ folgen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский