Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επίταση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επίτασ|η <-εις> [ɛˈpitasi] SUBST θηλ

1. επίταση (εντατικότητα):

επίταση
Intensität θηλ

2. επίταση (αύξηση):

επίταση
Zunahme θηλ

3. επίταση (επιδείνωση: κρίσης, κατάστασης):

επίταση
Zuspitzung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский