Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επίρρημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επίρρημα [ɛˈpirima] SUBST ουδ

επίρρημα
Adverb ουδ
τοπικό επίρρημα
Lokaladverb ουδ
τροπικό επίρρημα
Modaladverb ουδ
χρονικό επίρρημα

Παραδειγματικές φράσεις με επίρρημα

τοπικό επίρρημα
τροπικό επίρρημα
χρονικό επίρρημα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский