Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξιλαστήριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξιλαστήριο θύμα
Sühnopfer ουδ
εξιλαστήριο θύμα (αρνί)
Opferlamm ουδ
εξιλαστήριο θύμα (κυριολεκτικά)
Sühn(e)opfer ουδ
εξιλαστήριο θύμα μτφ (αυτός που τάχα φταίει)
Sündenbock αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский