Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξιλέωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξιλέωσ|η <-εις> [ɛksiˈlɛɔsi] SUBST θηλ

1. εξιλέωση (εξευμενισμός):

εξιλέωση
Besänftigung θηλ

2. εξιλέωση (αυτοτιμωρία):

εξιλέωση
Buße θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский