Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξαπλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξαπλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛksaˈplɔnɔ] VERB μεταβ

1. εξαπλώνω (απλώνω):

εξαπλώνω

2. εξαπλώνω (διαδίδω):

εξαπλώνω

II . εξαπλώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский